σαν-φασόν

σαν-φασόν
Ν
επίρρ. χωρίς αυστηρή τήρηση τών εθιμικών τύπων και κανόνων, άτυπα, πρόχειρα, αφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sans facon «χωρίς τρόπους, χωρίς επιτήδευση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σανφασονισμός — ο, Ν συμπεριφορά που αγνοεί τους εθιμικούς τύπους και κανόνες, αφελής συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαν φασόν + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”